θυμιατοῦ

θυμιατοῦ
θυμιατός
to be burnt as incense
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των …   Dictionary of Greek

  • κατζίον — το (AM κατζίον) νεοελλ. μσν. είδος θυμιατού αρχ. μαγκάλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”